Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εποχλεύω — [εποχλεύς] συγκρατώ άμαξα με τον εποχλέα … Dictionary of Greek
επόχλευση — η [εποχλεύω] συγκράτηση τής άμαξας με τον εποχλέα, φρενάρισμα … Dictionary of Greek